ευκρινής

ευκρινής
-ές (ΑΜ εὐκρινής, -ές)
1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ' εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» — όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ.
γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» — δεν υπάρχει φανερή διάκριση στην ακοή, Αριστοτ.)
2. (για έκφραση και ύφος) ξεκάθαρος, σαφής, εύληπτος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει χωριστεί καλά («τὸ τῆς ἐν τῷ σωτῆρι θεανθρώπῳ φύσεως εὐκρινὲς συνέχεον», Ευστ.)
(| αρχ.
1. αυτός που έχει ανοιχθεί καλά («εὐκρινῆ στόματα [μήτρας]», Ιπποκρ.)
2. (για συγγραφείς) ο σαφής
3. ιατρ. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο υγιής
4. αυτός που βρίσκεται σε καλή διάταξη («πάντα εὐκρινέα ποιέεσθαι», Ηρόδ.)
5. ιατρ. (για επιδέσμους) απλός
6. αυτός που έχει περάσει κρίση, αυτός που βρίσκεται στην ανάρρωση
7. ιατρ. (για συμπτώματα) αυτός με τον οποίο γίνεται εύκολη γνωμάτευση
8. (για νόσους) αυτός με τον οποίο κάποιος παθαίνει κρίση εύκολα.
επίρρ...
ευκρινώς (ΑΜ εὐκρινῶς, Α ιων. τ. εὐκρινέως)
σαφώς, φανερά
αρχ.
1. χωρίς διάκριση («οὐκ εὐκρινῶς εἴτε... εἴτε», Στράβ.)
2. με τάξη, τακτικά («χύτρας... φαίνεσθαι εὐκρινῶς κειμένας», Ξεν.)
4. απλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρινής (< κρίνω)
Οι διαφορετικές σημασίες τού επιθέτου οφείλονται στις διαφορετικές σημασίες τού ρ. κρίνω: «διαχωρίζω», «επιλέγω», «αποφασίζω», «κρίνω». Ακόμη, στη μέση φωνή, το ρ. απαντά με τις σημασίες «παθαίνω κρίση (ασθενείας)» και «καταδικάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐκρινής — well separated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο σαφής, ο καθαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκρινῆ — εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐκρινής well separated masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐκρινής well separated masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινέστερον — εὐκρινής well separated adverbial comp εὐκρινής well separated masc acc comp sg εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινέα — εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐκρινής well separated masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινές — εὐκρινής well separated masc/fem voc sg εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινέστατα — εὐκρινής well separated adverbial superl εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινεστάτη — εὐκρινής well separated fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινεστάτην — εὐκρινής well separated fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινοῦς — εὐκρινής well separated masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”